- μυσταρχικός
- μυσταρχικός, -ή, -όν (Α) [μυστάρχης]αυτός που ανήκει στον μυστάρχη, που έχει γίνει για τον μυστάρχη («βωμός μυσταρχικός»).επίρρ...μυσταρχικῶς (Α)σαν μυστάρχης, κατά τρόπο μυστηριώδη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.